Οι κολασμένοι στο νησί του Παραδείσου

Οι κολασμένοι στο νησί του Παραδείσου
Μουσταφά, Γιασίν, Αμπτού στην Κέρκυρα.
Το πρωί, στο Σαρόκο μήπως τύχει κανένα μεροκάματο, στο λιμάνι μήπως τύχει καμιά νταλίκα…
Το βράδυ χάνονται σαν τα πουλιά, στα ερείπια της πόλης.
Της πόλης που δεν επέλεξαν για προορισμό.
Της πόλης της οποίας την ύπαρξη αγνοούσαν, μέχρι τη στιγμή που ξεβράστηκαν πάνω της.
Και η πόλη, που κι αυτή αγνοούσε την ύπαρξη τους μέχρι τότε, αντιδρά ποικιλότροπα.
Για τις αρχές, η Κέρκυρα δεν έχει χαρακτηριστεί κέντρο υποδοχής μεταναστών. 
Η μεγαλοψυχία τους περιορίζεται στο να ανέχονται την ύπαρξη τους.
Έτσι κι αλλιώς δεν έχουν τι άλλο να τους κάνουν, εγκλωβισμένες κι αυτές στην απόφαση του Δουβλίνου της Ευρωπαικής Ένωσης.
 Αυτό σημαίνει πως η πρόταση τους, διαμορφώνεται ως εξής:
Κάντε πως δεν τους βλέπετε. Μην σκέφτεστε πως υπάρχουν, πεινάνε, κρυώνουν, δεν έχουν πού να κάνουν ένα μπάνιο και τη σωματική τους ανάγκη.  
Κάποιοι εναρμονίζονται χωρίς πρόβλημα με αυτή την επίσημη “θέση”.
Κάποιοι προσθέτουν τον παράγοντα του κινδύνου.
 Τι κι αν τα στοιχεία της αστυνομίας, δεν αποδεικνύουν πως η αύξηση της εγκληματικότητας οφείλεται σε αυτούς;
 Πώς να πολεμήσουν  τα στερεότυπα του κακού μελαμψού, το φόβο που προκαλούν οι πεινασμένες σκιές που ψαρεύουν στον Ποταμό για να φάνε και τα μάτια τους γυαλίζουν στο σκοτάδι;
Κάποιοι άλλοι,αντιδρούν. Και προσπαθούν να τους ταϊσουν και να τους ντύσουν.
Γιατί;
Ίσως κάποιες ανάλογες καταστάσεις που πέρασαν οι πατεράδες ή οι παπούδες τους, στον πόλεμο ή στην ξενητειά.
Ίσως για να διασκεδάσουν τις δικές τους ενοχές του χορτάτου Ευρωπαίου.
Ίσως πάλι, απλά , γιατί κάποτε διάβασαν Βίκτορα Ουγκώ.
Έτσι, πήρα κι εγώ την κατσαρόλα μου και πήγα.
Ένας μεσήλικας ανάμεσα στους κατά πλειοψηφία νεαρούς, μου κίνησε την περιέργεια. Ήξερε λίγες λέξεις Ελληνικά.
-Από πού είσαι;
-Αφγανιστάν
-Γιατί εδώ;
-Δυο γυναίκες. Οκτώ παιδιά. Όχι δουλειά. Όχι λεφτά.
Το καμπανάκι του δικού μου στερεότυπου, χτύπησε κόκκινο. Έβαλα τα γέλια.
-Με τόσες γυναίκες και παιδιά, σε καταλαβαίνω που την κοπάνισες.
Του είπα.
Πλένω την κατσαρόλα στο νεροχύτη. Ο διάλογος μου ξανάρχεται στο μυαλό.
“Α ρε Μουσταφά- σκέφτομαι- που πίστεψες για μια στιγμή πως βρήκες κάποιον να μοιραστείς την αγωνία σου!”
Ανοίγω το νερό να τρέξει περισσότερο.  Μήπως με τα υπολείμματα της φακής, ξεπλύνει και τις δικές μου ενοχές. Που έβαλα τα γέλια, που έκρινα τους άλλους και τα στερεότυπα τους.
 Λιάνα Βραχλιώτη
Υ.Γ. Όποιος θέλει να βοηθήσει, θα μας βρει Τετάρτη και Σάββατο στις 12 το μεσημέρι, στο περίπτερο της ΕΛΠΑ στο Μαντούκι.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ