Ο τόπος μου

Ο τόπος «μου»

Λιάνα Βραχλιώτη,
περιοδικό Το Καταφύγιο, τεύχος 02/2009, σσ. 172-175.
Ο τόπος μου, αν χωράει κτητικό σε έναν τόπο, είναι ένα μακρόστενο κομμάτι γήινου φλοιού που ξεχώρισε από τον κορμό της Ελλάδας κάποτε, τότε που οι Τέκτονες έπαιζαν τα παιχνίδια τους και πάνω στα άτσαλα αστεία τους με το μικρό πράσινο πλανήτη, άλλος βύθιζε ένα κομμάτι στη θάλασσα βάζοντας λίγη παραπάνω δύναμη από αυτή που ο φλοιός του άντεχε, άλλος έβγαζε στην επιφάνεια ένα άλλο κομμάτι παχύρρευστης λάβας, την έπλαθε σαν πλαστελίνη και την παρατούσε καταμεσής του πελάγου να στερεοποιείται όπως ένας λουκουμάς που κόλλησε στη μέση της κατσαρόλας με το λάδι.

Κάποιος τέτοιος παιχνιδιάρης Τέκτονας, φαίνεται πως στην περίπτωση μας, ανακάλυψε το κουτσό. Φανταστείτε τον να σηκώνει ένα βουναλάκι, να το ρίχνει μπροστά του, να το κλωτσάει, να πηδάει και εκεί που προσγειώνεται το πόδι του, το έδαφος να σπάει και το μέρος να μπάζει νερά. Πάλι τα ίδια και δώσ’ του ξανά πηδηματάκια και κλωτσιές στο βουναλάκι, και δώσ’ του να σπάει το έδαφος, μέχρι να βαρεθεί και να σταματήσει, το χε κάνει ένα σωρό κομμάτια, άλλα μεγάλα κι άλλα μικρά, αναλόγως με το πόσο μακριά έπεφτε το βουναλάκι κάθε φορά. Πολύ αργότερα, όταν οι άνθρωποι έκαναν κουμάντο, καταπιάστηκαν με τα μεγαλύτερα από αυτά και χάριν οικονομίας τα ονόμασαν Επτάνησα αγνοώντας τις δεκάδες των υπόλοιπων, κατά την προσφιλή συνήθεια να αγνοούν τους μικρούς.

Το βορειότερο και ωραιότερο κατά γενική ομολογία όλων των κατοίκων του νησί, είναι ο τόπος μου, αν όπως προείπαμε χωράει κτητικό σε έναν τόπο.

Αυτό το «μου», το πλήρωσε ακριβά το νησί.

Οι περιπέτειες, άρχισαν ταυτόχρονα με την εξέλιξη του ανθρώπου, όταν το μυαλό του άρχισε να παίρνει στροφές διαφορετικές από τους υπόλοιπους τετράποδους και φτεροφόρους συγκάτοικους.

Κομβικό σημείο, η στιγμή που αντιλήφθηκε τη μοιραία κατάληξη τηςκάθε ύπαρξης, άρα και της δικής του, το θάνατο. Κάποιοι, στάθηκαν με δέος μπροστά σ’ αυτή την αποκάλυψη και άρχισαν να παιδεύονται με τα πώς και τα γιατί, εφευρίσκοντας θρησκείες και φιλοσοφίες. Κάποιοι πιο light τύποι, αντέδρασαν αλλιώς. Αποφεύγοντας να σκεφτούν οτιδήποτε και κυρίως το ότι τίποτα δε μένει στο τέλος, ανακάλυψαν μια αστεία λέξη, που έμελλε να βάλει σε μεγάλους μπελάδες τον κόσμο όλο.

«Δικό μου»! Αυτή η λέξη, ήταν η αρχή πολλών δεινών για τη γη και για τον συγκεκριμένο τόπο. Όχι πως ήταν μια εντελώς καινούργια έννοια. Ήδη, τα αρσενικά πολλών ειδών από τους τετράποδους συγγενείς, οριοθετούσαν το «δικό τους» χώρο, κρατώντας με την οσμή των ούρων τους μακριά από την αγέλη τους επίδοξα άλλα αρσενικά.

Δεν αποκλείεται κάπως έτσι να ξεκίνησε και ο άνθρωπος. Όμως κάποια στιγμή το πράγμα ξέφυγε και από τη γενετήσια ορμή πήγε πολύ πιο μακριά για να καταλήξει στην αιώνια καταδίκη του είδους σε μια ατελείωτη ιστορία διεκδικήσεων και πολέμων, να χωρίζουν τη γη σε κομμάτια, με σιδερόφραχτα σύνορα και ναρκοπεδημένες περιοχές.

Αυτό το σπίτι, αυτό το χωράφι, αυτός ο τόπος είναι δικός μου. Μα και ο πιο δίπλα, μπορεί να γίνει δικός μου κι αυτός. Και μετά, γιατί όχι και ο δίπλα του δίπλα;

Έτσι έγινε και με τον τόπο μας. Πολλοί τον θέλησαν για δικό τους. Είχε βλέπεις τη γοητεία του και οι μνηστήρες, ήταν πολλοί. Στη διάρκεια των αιώνων λοιπόν, απέκτησε πολλούς επίδοξους «ιδιοκτήτες».

Άστο εσύ, δώστο εμένα, πόλεμοι, προίκες, συμφωνίες, Έλληνες, Γάλλοι, Άγγλοι και Βενετοί, δημιούργησαν ένα παράξενο παζλ, που σημάδεψε το τοπίο αλλά και τα χαρακτηριστικά των κατοίκων του. Τα περισσότερα κομμάτια του παζλ, δικαιωματικά ανήκουν στους Βενετσιάνους, που έμειναν περισσότερο απ’ όλους τους άλλους. Εκτός από τη μορφή της πόλης, τη ντοπιολαλιά, την τραγουδιστή προφορά, το libro d’ oro και τα οικόσημα, καθόρισαν και την ξεχωριστή μορφή της υπαίθρου. Όταν στα πλαίσια της «παγκοσμιοποιημένης» από τότε οικονομίας της βασίλισσας των επτά θαλασσών, αποφάσισαν πως από αυτό το κομμάτι της αυτοκρατορίας τους, θα έβγαζαν το λάδι, την πρώτη ύλη για να φωτίσουν τα κανάλια της μητρόπολης.

Έτσι, to 1623, πριμοδότησαν το φύτεμα ελαιόδεντρων [100 ελιές -42 τσεκίνια], στη μικρή μεσογειακή τους κτίση και οι Κερκυραίοι βάλθηκαν να εκμεταλλευτούν όσο μπορούσαν πιο καλά την ευκαιρία. Σε λίγο στον τόπο που πάντα λόγω κλίματος ήταν πράσινος, κυριάρχησε η απόχρωση, του σκούρου πράσινου της ελιάς, να ασημίζει στο θρόισμα των φύλλων, ανακατεμένο με το άλλο πράσινο των κυπαρισσιών που ξεφύτρωσαν ανάμεσα στον ελαιώνα, να φτάσουν με τις μύτες τους στον ουρανό.

Μετά, οι κατακτητές έφυγαν για να γυρίσουν αργότερα με σορτσάκια, βαλίτσες και φωτογραφικές μηχανές. Έβαλαν ξανά τους όρους τους. Τώρα τα δέντρα έπρεπε να κοπούν και στη θέση τους να χτιστούν δωμάτια, τέντες, αλουμίνια, πισίνες, φωτεινές επιγραφές. Ξαναπριμοδότησαν κατά κάποιο τρόπο το ξερίζωμα αυτή τη φορά των λιόδεντρων. Όχι με τσεκίνια, αλλά με λίρες Αγγλίας, λιρέτες, μάρκα, δολάρια, ευρώ αυτή τη φορά.

Οι ντόπιοι, πάλι υπάκουσαν, ένα English breakfast, αποδίδει πιο πολλά από ένα λίτρο λάδι. Η σκιά της τέντας είναι πιο καθαρή από τη σκιά της ελιάς. Το πλαστικό αντέχει πιο καλά από το ξύλο. Οι παραλίες πήχτρα στην ξαπλώστρα που αποδίδει σε αντίθεση με τις πετσέτες στην αμμουδιά. Βλέπεις, είναι και αυτών τόπος «τους» και δικαιούνται να τον κάνουν ό,τι θέλουν.

Κάποτε μου άρεσε να διασχίζω κάθε καλοκαίρι τον τόπο μου από γωνιά σε γωνιά. Σαν τον ξενιτεμένο συγγενή που επιστρέφει και επισκέπτεται από σπίτι σε σπίτι το σόι, θεωρούσα υποχρέωσή μου να επισκεφτώ όλες τις παραλίες έστω από μια φορά.

Παλιά συνήθεια που έχει κοπεί, γιατί δεν υπάρχει πλέον χώρος για μένα εκεί. Εξ άλλο, όλα μοιάζουν τόσο μεταξύ τους πια, που δυσκολεύομαι να τα αναγνωρίσω.

Και προτιμώ να βολτάρω στην πόλη. Ξεκινώ από την παραλιακή, στρίβω στη λεωφόρο, μπαίνω στην πόλη να δω τους φίλους μου.

Τον Στέφανο -γεια σου γεια σου- που δεν κουράζεται να μου κάνει πρόταση γάμου, χωρίς να πτοείται από τις διαρκείς υπενθυμίσεις μου τρεις δεκαετίες τώρα πως είμαι ήδη παντρεμένη.

Την κυρία με την αγγλοσαξονική προφορά, το ντύσιμο που παραπέμπει σε μια τουριστική εκδοχή, πολύχρωμο παρεό, άσπρο σάλι στους ώμους, εκδρομικά σαντάλια και το πιο σπουδαίο αξεσουάρ, στα κατάξανθα μαλλιά, άλλοτε ένα τεράστιο λουλούδι, άλλοτε δυο φιόγκοι στα κοριτσίστικα κοτσίδια. Κάθεται στο μεταφερόμενο καρεκλάκι της. Η φυσαρμόνικα που πάει κι έρχεται στα γερασμένα χείλη βγάζει ένα απροσδιόριστο ρυθμό που αν και του λείπει η αρμονία, έχει σίγουρα μέτρο. Κάθε φορά που ένα κέρμα πέφτει στο τσίγκινο κουτάκι, σταματά και αρχίζει τις ευχαριστίες. «Thank you dear [το r ίσα που ακούγεται όπως ήθελε η κ. Ασπιώτη όταν εμείς επιμέναμε να εξελληνίζουμε τα αγγλικά που μας μάθαινε], ευκαρίστω πολύ».

Τον Γιάννη στον πεζόδρομο, με την επικαιρότητα αναρτημένη στη μπουτονιέρα του. Μια σημαία τον Οκτώβρη, ένα στολισμένο έλατο τα Χριστούγεννα, μια γλάστρα την άνοιξη, εξαίρεση το καλοκαίρι που το εφαρμοστό αμάνικο φανελάκι δεν προσφέρεται για αναρτήσεις. Την ώρα της δουλειάς, τριγυρνάει και πουλάει καλημέρες για «κάνα ψιλό». Την ώρα του διαλείμματος τις μοιράζει τζάμπα πίνοντας τον φραπέ του με το πούρο στο χέρι, χωρίς να παραλείπει να με καλεί για να με κεράσει.

Μα εγώ, δεν έχω χρόνο για κεράσματα.

Βιάζομαι να χωθώ στα στενά της παλιάς πόλης. Αποφεύγω τα made in China σεμεδάκια, τις κουρελούδες, τα δερμάτινα και τα υπόλοιπα εμπορεύματα που κυματίζουν στα καντούνια. Προτιμώ να βολτάρω κάτω από τις μπουγάδες στα ανήλιαγα στενά του Καμπιέλου, της πόρτας Ρεμούντας, της Οβριακής. Να ρίχνω κλεφτές ματιές στα ισόγεια, ανάμεσα από τις μισόκλειστες γρίλιες και τις διάφανες κουρτίνες στα σαλόνια και τις κουζίνες. Να ρουφάω μυρωδιές, να τσακώνω ήχους, να κλέβω στιγμές από την καθημερινότητα του κόσμου.

Ενός κόσμου που ουτοπικά σαν και μένα, μιλά για την πόλη βάζοντας μια κτητική αντωνυμία στο τέλος.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ