Η Ζωή Διονυσίου για τις “κεραίες του σαλιγκαριού”

Με αφορμή τις «Κεραίες του σαλιγκαριού» της Λιάνας Βραχλιώτη

Παρουσίαση στην Κέρκυρα Δημόσια Βιβλιοθήκη 5 Δεκέμβρη 2014

 

Το βιβλίο «Οι Κεραίες του Σαλιγκαριού» (Εκδ. Διώνη, 2014) είναι το τέταρτο βιβλίο που μας χαρίζει η συντοπίτισσά μας Κερκυραία λογοτέχνις Λιάνα Βραχλιώτη, μετά τις «Μπλε ποδιές άσπρες κορδέλες» (2003), το «Εγώ δε θα κλάψω» (2006), και τις «Ιστορίες γένους θηλυκού» (2008). Όλα γένους θηλυκού. Με λόγο ζεστό, άμεσο, ευαίσθητο. Με γυναικεία αίσθηση, με λόγο διακριτικό, δυνατό και αισιόδοξο, όπως οι ηρωίδες της Λιάνας, όλες γυναίκες, όλες μαχητές.

 

Η Παναγιώτα Ξένου, η ηρωίδα του βιβλίου, περνά δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια, μεγαλώνει σε ορφανοτροφείο, σημαδεύεται από ένα ατύχημα στην ηλικία των 5 χρόνων, μεγαλώνει μέσα στην απόρριψη και την αδιαφορία. Στα μαθήματα δεν τα καταφέρνει, αδυνατεί να ξεπεράσει τον ιδρυματισμό στον οποίο μεγαλώνει, οπότε όταν πρέπει να «αποφοιτήσει» από το Ορφανοτροφείο, αποφασίζει να μεταπηδήσει σε Γηροκομείο, σε ένα άλλο ίδρυμα, που είναι ο μόνος χώρος που της είναι οικείος. Συνοδεύει ηλικιωμένους στο νοσοκομείο φροντίζοντάς τους, ώσπου συναντά τον κύριο Μάρκελλο, ασυνόδευτο και χωρίς στοιχεία. Του χαρίζει το χρόνο της και τον φροντίζει χωρίς αντάλλαγμα. Μα όταν ο κ. Μάρκελλος βγαίνει από το Νοσοκομείο, την καλεί να συνεχίσει να τον περιποιείται και της αφήνει κληρονομιά το σπίτι του. Η Παναγιώτα το μετατρέπει σε Οίκο Ευγηρίας, οικείο με το περιβάλλον που έχει μεγαλώσει ως τώρα η ίδια. Αλλά είναι ένας Οίκος Ευγηρίας ευτυχισμένων ηλικιωμένων ανθρώπων. Αν και η ίδια έχει κλείσει στο καβούκι της τα δικά της προβλήματα, καταφέρνει να δώσει χαρά και αισιοδοξία στους ανθρώπους γύρω της, καταφέρνει να τους δώσει δύναμη. Θα ήθελα να εντοπίσω τουλάχιστον τέσσερα τουλάχιστον σημεία στην ιστορία που μοιράστηκε μαζί μας η Λιάνα Βραχλιώτη.

 

Το Καβούκι του σαλιγκαριού, χαρακτηριστικό τόσο οικείο στο σύγχρονο άνθρωπο, που δηλώνει την εσωστρέφεια και τη μοναξιά που χαρακτηρίζει την εποχή μας. Η ηρωίδα μας δεν ξεφεύγει από τον κανόνα, που μας καλεί να κρύψουμε στο καβούκι μας ό,τι μας στεναχωρεί, ό,τι είναι ανεξήγητο και διαφορετικό, αναπάντητο. Η Παναγιώτα Ξένου είχε πολλά να κρύψει, την ορφάνια της, τα εγκαύματά της, τη δυσλεξία της, τη θαμμένη γυναικεία της φύση, τη μοναξιά της. Κι όμως το καβούκι της δεν την εμπόδισε να έχει μία ζωή όπου μοίραζε φροντίδα και αισιοδοξία γύρω της. Μία ζωή όπου έσκυβε στα προβλήματα των άλλων ανθρώπων. Μπορεί να είναι κλεισμένη στο καβούκι της, αλλά οι κεραίες της είναι ανοιχτές, πρόθυμη να βοηθήσει και να μοιραστεί. Μέσα στην εσωστρέφεια του σύγχρονου ανθρώπου, στη μοναξιά και την εποχή του ατομικισμού που διανύουμε, το καβούκι είναι η φωλιά μας, αλλά μπορεί να λειτουργήσει και διαφορετικά, να γίνει η βάση μας, το λιμάνι μας, για να ανοίξουμε τις κεραίες και τα πανιά μας, και να αρχίσουμε να αφουγκραζόμαστε τους ανθρώπους γύρω μας. Δεν μπορεί, υπάρχουν πολλές καταστάσεις που μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να βγουν από το καβούκι τους∙ αρκεί να τις ανακαλύψουμε.

 

Δεύτερο σημείο που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας είναι η μεγάλη προσφορά της Παναγιώτας Ξένου. Η ίδια υποφέρει, πονά, αλλά ποτέ δε μας δείχνει τον πόνο της, ποτέ δεν μας φορτώνει ούτε με μια αρνητική σκέψη. Η ηρωίδα μας αψηφάει τις δικές της ανάγκες, προσφέρει χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα, προσφέρει το χρόνο της και τον εαυτό της για να περιποιηθεί ηλικιωμένους ανθρώπους. Η ίδια διψά να μοιραστεί τις εμπειρίες τους, να μάθει μέσα από αυτούς, με μεγάλη όμως διάκριση. Σε μια εποχή εκμετάλλευσης, και σκληρού ανταγωνισμού, η ηρωίδα μας προσφέρει το χρόνο της και τον εαυτό της για να βοηθήσει έναν ηλικιωμένο άνθρωπο που είναι μόνος τους. Και το κάνει αυτό χωρίς κανένα αντάλλαγμα, χωρίς να περιμένει τίποτα. Το κάνει για κείνη. Ξαφνικά η ηρωίδα μας, βρίσκεται να κληρονομεί μία βίλα που τη μετατρέπει σε Οίκο Ευγηρίας. Μέσα σε αυτή τη σκληρή σύγχρονη κοινωνία, αποτελούμενη κατεξοχήν από κλεισμένους στο καβούκι τους ανθρώπους, το μήνυμα της Λιάνας είναι τόσο αφοπλιστικά αισιόδοξο.

 

Τρίτο σημείο, η μεγάλη ευαισθησία με την οποία προσεγγίζει η συγγραφέας το θέμα της τρίτης ηλικίας, γενικά παραγκωνισμένο στην εποχή μας. Ούτε η λογοτεχνία, ούτε η πολιτεία, ούτε οι «εργαζόμενοι» άνθρωποι ασχολούμαστε επαρκώς με τον πλούτο της τρίτης ηλικίας. Κι όμως ο άνθρωπος γερνάει όταν αισθάνεται ότι δεν προσφέρει πια. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα:

 

– Εγώ διψούσα να πάρω φροντίδα, προσοχή και να κλέψω κομμάτια από την εμπειρία τους.

– Εκείνοι ζητούσαν την επιβεβαίωση πως ακόμα ήταν χρήσιμοι σε κάποιον, διαθέσιμο να ακούει και να μαθαίνει από αυτούς.

 

Η ηρωίδα μας καταφέρνει να δημιουργήσει έναν οίκο ευγηρίας όπου οι άνθρωποι προσφέρουν ανάλογα με τις δυνάμεις τους και τις δυνατότητές τους. Έτσι οι άνθρωποι μαγειρεύουν, φροντίζουν τον κήπο, μοιράζονται τις γνώσεις τους και ό,τι αξιόλογο ξέρει ο καθένας. Φαντάζει ένας οίκος ευγηρίας ευτυχισμένων ανθρώπων. Κάπως έτσι δε θα έπρεπε η σύγχρονη κοινωνία να αξιοποιεί το δυναμικό της τρίτης ηλικίας;

 

Τέταρτο σημείο που καταθέτω, λίγο εκτός περιεχομένου του βιβλίου: το πόσο σημαντικό είναι να έχουμε ανθρώπους μάχιμους γύρω μας. Ζούμε σε ένα τόπο με απίστευτη ιστορία, πλούτο καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής δημιουργίας. Στον τόπο που γράφτηκαν τα πρώτα ποιήματα στη δημοτική από το Διονύσιο Σολωμό, ενώ 100 και 150 χρόνια μετά ακόμα στο κράτος των Αθηνών διχογνωμούσαν για το ζήτημα της γλώσσας (υπέρ της καθαρεύουσας ή της δημοτικής). Ζούμε σε έναν τόπο που ακούστηκε η πρώτη όπερα στην Ελλάδα, και παρουσιάστηκε η πρώτη όπερα σε Ελληνική γλώσσα, γεγονότα που καθόρισαν την εξέλιξη της λόγιας μουσικής στην Ελλάδα, ενώ ακόμα και σήμερα δεν έχει αναγνωριστεί πλήρως το μεγαλείο της Επτανησιακής μουσικής ή η Ελληνική μουσική δημιουργία του 19ου αιώνα. Ζούμε σε έναν τόπο πολύ όμορφο και πλούσιο. Το καινοτόμο και το διαφορετικό δεν έρχεται ποτέ μέσα από την κρατική εξουσία, ούτε από κρατικούς θεσμούς. Ο πολιτισμός δεν μεταδίδεται από την τηλεόραση. Η πολιτιστική μας ταυτότητα είναι τοπικό ζήτημα. Ο τόπος που το ξεχνάει αυτό, μαραζώνει.

 

Τελειώνοντας με την αναφορά μου στα τέσσερα παραπάνω σημεία διαπίστωσα ότι δεν αναφέρθηκα καθόλου στις παραταγμένες σε σχήμα καρδιάς, ερωτευμένες, φλογισμένες κεραίες του σαλιγκαριού. Ο νεαρός φοιτητής Στάθης είναι τόσο απόμακρος από την καθημερινότητα της Παναγιώτας και τον Οίκο Ευγηρίας, και όμως έρχεται τόσο κοντά τους. Όσο συνυφασμένη με το νεαρό της ηλικίας του είναι η πορεία του Στάθη, που σπουδάζει, εργάζεται, μάχεται την αδικία μέσα από κοινωνικούς και προσωπικούς αγώνες, το ίδιο γενναία είναι και η Παναγιώτα, που απλώνει τις κεραίες της, ερωτεύεται, ξεπερνά τις δυσκολίες της και καταφέρνει να βγει από το καβούκι της. Ο γυναικεία φύση που είχε κρύψει πολύ βαθιά η ηρωίδα μας, δεν άντεξε και κάποια στιγμή βγήκε στην επιφάνεια, δηλώνοντας πως ό,τι κρύβει ο καθένας μέσα του, κάποια στιγμή καλείται να το αντιμετωπίσει.

 

Εύχομαι ο έρωτας να κατευθύνει την αισιόδοξη πορεία των σαλιγκαριών μας, εύχομαι να βγαίνουμε συχνότερα από το καβούκι μας, εύχομαι να μοιραζόμαστε περισσότερα πράγματα με την τρίτη ηλικία, εύχομαι η καλλιτεχνική δημιουργία σε αυτόν τον τόπο να συνεχίσει ακόμα πιο δημιουργικά, εύχομαι η Λιάνα Βραχλιώτη να μας χαρίσει πολλά ακόμα βιβλία.

 

 

Ζωή Διονυσίου

Επίκουρος Καθηγήτρια Μουσικής Παιδαγωγικής

Ιόνιο Πανεπιστήμιο

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ