Παρουσίαση του βιβλίου του Ισίδωρου Ζουργού “Ανεμώλια”

ΑνεμώλιαΚαλησπέρα σας.

Σήμερα είμαστε εδώ , για να γνωρίσουμε από κοντά έναν αξιόλογο σύγχρονο συγγραφέα , τον κύριο Ισίδωρο Ζουργό.

Με τον οποίο έχουμε αρκετά κοινά, τα οποία διαισθάνθηκα διαβάζοντας το έργο του και επιβεβαίωσα με την πρόσφατη γνωριμία μας .

Γεννήθηκε όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του το 1964 στη Θεσσαλονίκη . Εγώ μπορεί να  προηγήθηκα κάποια χρονάκια και να μην γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, έζησα όμως κάποια πολύ σημαντικά χρόνια της ζωής μου εκεί, και αποτελεί για μένα τη δεύτερη αγαπημένη πόλη.

Επιπλέον, ο κύριος Ζουργός είναι δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή ένας μάχιμος εκπαιδευτικός.

 Ξεκινάει να γράφει το 1995 το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Φράουστ [Νέα Σύνορα λιβάνης] Ακολουθούν τα βιβλία: αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού [2000Πατάκης], η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού [2002 Πατάκης], στην σκιά της πεταλούδας -που πολύ μου άρεσε-[ 2005 Πατάκης], η αηδονόπιτα [2008 Πατάκης] ,  ξανά η αναθεωρημένη έκδοση του Φράουστ το2010. Και τον προηγούμενο χρόνο τα ανεμώλια , το βιβλίο για το οποίο θα μιλήσουμε σήμερα.

Παρ΄ ότι είναι πλέον ένας καταξιωμένος συγγραφέας, ο Ισίδωρος Ζουργός συνεχίζει να διδάσκει. Αναρωτιέμαι αν θεωρεί τον εαυτό του επαγγελματία ή ερασιτέχνη συγγραφέα. Πραγματικά θα είχε ενδιαφέρον να ακούσουμε την θέση του πάνω σε αυτή την ερώτηση. Γιατί, αν κάποιος που γράφει ένα βιβλίο ανά 2-3 χρόνια, κάποιος  βραβεύεται με το βραβείο αναγνωστών το 2011, κάποιος που το τελευταίο του βιβλίο τυπώθηκε ήδη σε 21000 αντίτυπα δεν είναι επαγγελματίας , τότε ποιος είναι;

Μα από την άλλη, κάποιος που έχει μια θέση στο δημόσιο,  που ξυπνάει κάθε πρωί νωρίς να προλάβει το κουδούνι, που εισπράττει κάθε μήνα το μισθό- τον τεράστιο πλέον μισθό του δασκάλου- που σκύβει πάνω στα προβλήματα του μαθητή του, που κάνει ενδεχομένως  απεργία γιατί του κόβουνε τον 13ο μισθό, τι σχέση μπορεί να έχει με έναν επαγγελματία συγγραφέα που ξυπνάει με μόνη έννοια  να γράψει, ή γράφει όλο το βράδυ και κοιμάται το πρωί;

Πολύ θα ήθελα να ακούσω την απάντηση του, μετά. Παρ΄ όλα αυτά, θα βιαστώ να πω τη γνώμη μου.

Από τα βιβλία του κυρίου Ζουργού που έχω διαβάσει, εμένα μου δίνει την εντύπωση του μη επαγγελματία. Με την καλή έννοια των λέξεων. Την πολύ καλή θα έλεγα.

Γιατί μερικές φορές, σε κάποια βιβλία καταξιωμένων επαγγελματιών του χώρου, διακρίνεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μια υποψία πίεσης. Της πίεσης του να γραφούν γιατί πρέπει, ίσως γιατί υπάρχει κάποια δέσμευση χρονική, οικονομική, συμβολαίου, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλη.

Ενώ,  άλλα βιβλία που  δίνουν την εντύπωση πως γράφτηκαν γιατί ήταν αδύνατο να γίνει αλλιώς.

Πως αφού πλημμύρισαν τον συγγραφέα δεν είχαν άλλη διέξοδο από το να χυθούν στο χαρτί. Γιατί ήρθε η ώρα τους. Γιατί αλλιώς θα τον έπνιγαν.

Και τα βιβλία του κυρίου Ζουργού που έχω διαβάσει, τα έχω κατατάξει σε αυτήν την κατηγορία. Νομίζω πως ο κύριος λόγος που το ωθεί στο να γράφει, είναι γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Και αυτό το εκτιμώ βαθύτατα. Και περιμένω την απάντηση να δω αν πέφτω μέσα.  

Σήμερα λοιπόν θα μιλήσουμε για το τελευταίο του βιβλίο, τα Ανεμώλια, για το οποίο τιμήθηκε  με το βραβείο αναγνωστών 2011 από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.

 

                             Ανεμώλια

Υπάρχει ένα βιβλίο του Άμος Οζ που λέγεται «η αρχή της ιστορίας»

Λέει λοιπόν ο Όζ πως πολλοί συγγραφείς γράφουν και ξαναγράφουν την πρώτη πρόταση ενός βιβλίου εκατοντάδες φορές και κάποιοι δεν πάνε παρακάτω.

Άλλοι , λέει ο ίδιος, διαλέγουν ίσως από απελπισία , την πρώτη φράση που θα τους έρθει στο μυαλό.

« Η αρχή κάθε ιστορίας είναι , σύμφωνα με τα λόγια του μεγάλου συγγραφέα και στοχαστή, ένα κόκκαλο, κάτι με το οποίο κερδίζεις την εύνοια του σκύλου μιας κυρίας, γεγονός που μπορεί να σε φέρει πιο κοντά στην ίδια την κυρία.

Πολλές φορές η αρχή μιας ιστορίας δίνει υποσχέσεις που μπορεί να μην εκπληρωθούν ποτέ, ή που δεν προμηνύουν καθόλου όσα πρόκειται να ακολουθήσουν»

Από τότε που διάβασα αυτό το βιβλίο, βλέπω την πρώτη σελίδα κάθε καινούργιου μυθιστορήματος που διαβάζω με άλλο μάτι. Και αφού ολοκληρώσω το διάβασμα, πάντα γυρίζω ξανά σε αυτήν. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι σας συνιστώ  να  κάνετε κι εσείς.

Οπότε, ας ξεκινήσουμε με την πρώτη σελίδα [13]

Με την πρώτη κιόλας φράση του βιβλίου, βρέθηκα να τρέχω πίσω από το κόκκαλο. Ολοκληρώνοντας το διάβασμα και επανερχόμενη στην αρχική σελίδα, διαπίστωσα πως  ,μπροστά το κόκκαλο πίσω εγώ, είχα κάνει έναν ολόκληρο κύκλο, ο οποίος έκλεισε εκεί που είχε αρχίσει. Στην αρχή της ιστορίας.

Είναι λοιπόν στην περίπτωση μας, η πρώτη σελίδα πολύ σημαντική. Δεν ξέρω αν και πόσες φορές την έγραψε και την ξανάγραψε ο συγγραφέας, αυτή είναι μια δεύτερη ερώτηση από μένα που αν θέλει ο κύριος Ζουργός μπορεί να απαντήσει στη συνέχεια. 

Η αίσθηση πάντως που μου δημιουργήθηκε ως αναγνώστρια, είναι πως κι αυτή, όπως κι όλο το βιβλίο, γράφτηκε με μιας. Απνευστί, που λέμε, όπως και απνευστί διαβάζεται. Κι αυτό, είναι μια μεγάλη μαγκιά. Να φαίνονται τα πράγματα τόσο απλά κι εύκολα, που όπως έλεγε και ο σπουδαίος μας ο Γιάννης Ρίτσος, να πιστεύουμε πως μπορεί ο καθένας μας να τα γράψει δεκάδες από δαύτα.

Όμως ως άνθρωπος που έχει γράψει κι ο ίδιος, γνωρίζω πολύ καλά πως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Γιατί στην ουσία πρόκειται για ένα δουλεμένο, και μάλιστα καλοδουλεμένο βιβλίο. 

Ένα βιβλίο για το οποίο ο συγγραφέας  έκανε έρευνα. Μπήκε στον Ομηρικό κόσμο ,με τον οποίο βρίσκεται από την αρχή έως το τέλος του βιβλίου σε διαρκή συνομιλία .Οι αναφορές στις πηγές της μελέτης που έκανε  σχετικά με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, γεμίζουν δυο σελίδες στο τέλος του βιβλίου.

Και άλλες δυο σελίδες, είναι το λεξιλόγιο με το οποίο ερμηνεύει τις ομηρικές λέξεις που υπάρχουν στο κείμενο. Χρησιμοποίησε με τρόπο θαυμαστό  λέξεις ξεχασμένες που όμως δένουν τόσο αρμονικά με το σύγχρονο κείμενο, τόσο αρμονικά με τη σύγχρονη γλώσσα.

Εριόπυκνα πρόβατα, κυπροκούδουνα, ευρύπορη θάλασσα, ατρύγητος πόντος,   δημοβόρος βασιλιάς, χρεμετίζοντες ίπποι, νήδυμος ύπνος, εταίροι.

Και φυσικά η λέξη που διάλεξε για τίτλο του βιβλίου.

Ανεμώλια:  Τα λόγια του ανέμου, τα μάταια , τα ανώφελα, που έχω την εντύπωση πως ξαναήρθαν για να μείνουν  στη γλώσσα μας.

 Και εδώ πετυχαίνει ο δάσκαλος, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε την άλλη ιδιότητα του συγγραφέα, να μας κάνει ένα μάθημα εύληπτο, να μας βάλει χωρίς να το καταλάβουμε στη διαδικασία να σκεφτούμε τη συνέχεια της γλώσσας

Αλλά και τη συνέχεια της ιστορίας.

Τη διαχρονική επανάληψη των ίδιων αγωνιών, προβληματισμών, ακόμα και ενεργειών , από τότε που δημιουργήθηκε ο γραπτός λόγος, κι ακόμα πιο πριν, μέχρι σήμερα. Την εποχή των laptop, ipod , internet και δεν ξέρω τι άλλο.

Από τότε που ο Όμηρος αφηγούνταν τις περιπέτειες του Οδυσσέα και των συντρόφων του, μέχρι την ιστορία των πέντε εταίρων που δεν είναι παρά παραλλαγή του ενός, του ίδιου, του παντοτινού δράματος.

Με άλλα  λόγια, ή και με τα ίδια καμιά φορά.

 Τρωϊκός πόλεμος για τα μάτια μιας ωραίας Ελένης, και μετά μια Οδύσσεια , το ταξίδι της επιστροφής που κρατάει όσο γίνεται περισσότερο,   με  στάσεις  στην Κίρκη, την Καλυψώ, την Ναυσικά, για να φτάσει κάποια στιγμή στην Πηνελόπη. Που είναι άραγε το ζητούμενο; Ή όπως λέει και ο Καβάφης μόνο η αφορμή για το ταξίδι;

Να μια ερώτηση λοιπόν για προβληματισμό, μια ερώτηση για να την πάρουμε μαζί μας φεύγοντας από εδώ, μια ερώτηση που θα σας συνοδεύσει για μέρες μετά το πέρας της ανάγνωσης  του «Ανεμώλια».

Διότι, ο δάσκαλος, αφού μας βάλει με εξαιρετικό τρόπο στο τρυπάκι που έλεγα με τη γλώσσα και την μυθολογία, σαν καλός παιδαγωγός που είναι, μας αφήνει με τον προβληματισμό. Τα συμπεράσματα δικά μας. Μακριά από αυτόν τα ηθικοπλαστικά τερτίπια.

Έτσι κι αλλιώς, το γνωρίζει καλά, πως απάντηση μια δεν υπάρχει. Αντίθετα υπάρχει η απάντηση του καθενός, που είναι η ζωή που αποφάσισε να ζήσει. Με τα όνειρα, ή τους εφιάλτες να έρχονται κατά διαστήματα και να του ταράζουν τον ύπνο με το ερώτημα: Πήρα τον σωστό δρόμο;  Ή έπρεπε να κατέβω στη στροφή;

Ξανάρχομαι λοιπόν στην πρώτη σελίδα.

Από την πρώτη  γραμμή, μαθαίνουμε πως  πρόκειται για την ιστορία ενός βροντήγματος, όλα κάτω και μιας φυγής.  Μια τσιρίδα που μπορεί να είναι του γιού του, ίσα που ακούγεται. Τα βαμμένα νύχια της γυναίκας του, μια βεράντα, μια τηλεόραση αναμένη χωρίς ήχο.

Στην πορεία, διαπιστώνουμε πως ο κύριος που θα τα βροντήξει όλα κάτω είναι ένας πάνω – κάτω πενηντάρης. Και οι εταίροι  συνταξιδιώτες του, συνομήλικοι φίλοι από τα παιδικά χρόνια .

Ο τόπος, είναι η γενέτειρα πόλη  του συγγραφέα, η Θεσσαλονίκη.

Χρονικά, η αφήγηση πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε δυο εποχές που απέχουν η μια από την άλλη τριάντα χρόνια. Αν δεν κάνω λάθος, τόσα είναι πάνω –κάτω τα χρόνια που χωρίζουν δυο γενιές.

Δεκαετία του 70, δεκαετία του 2000.

Τα χρόνια της εφηβείας και τα χρόνια της μέσης ηλικίας της παρέας.

Δυο ηλικίες σταθμοί, δυο περίοδοι δύσκολες στη ζωή του κάθε ανθρώπου. Δυο ηλικίες  που ο άνθρωπος στέκεται με τα δυο πόδια σε διαφορετική βάρκα το καθένα.

Στη μια, ανάμεσα στο παιδί και τον ενήλικα.

Στην άλλη, ανάμεσα στην ακμή της ωριμότητας και την παρακμή των γηρατειών.

Κι άντε να ισορροπήσεις!

Αντροπαρέα.  Οι πέντε φίλοι, γεννημένοι , όπως είπαμε, στη Θεσσαλονίκη του 60,  την εποχή στην οποία είναι ακόμα ορατά τα υπολείμματα της κατοχής και του εμφύλιου,  την εποχή της  μετανάστευσης και των εσαεί υπαρχόντων κοινωνικών αντιθέσεων. Στην καρδιά της πόλης, στη μεγάλη οδό που φέρει το όνομα του Πολιούχου της, το μεγάλο ποτάμι όπως λέει ο συγγραφέας και τους παραπόταμους του.

Οι τέσσερις, από αστικές οικογένειες.

Ο Δημήτρης ο επονομαζόμενος Μυκηναίος, ο χημικός και ο Χρήστος ο γιατρός, αδέλφια, παιδιά ενός αυταρχικού και βίαιου εφοριακού.

Ο Νικηφόρος ο επονομαζόμενος γέρος, ο μηχανολόγος, γιός  μπάτσου και μητέρας αυτόχειρα, τον οποίον η μοίρα προίκισε με νοημοσύνη και ορφάνια.

Ο Νίκος Χαλκίνης ο φιλόλογος –ο αφηγητής και πιθανώς συγγραφέας, τρίτη ερώτηση αν και κλισέ- γιός εμπόρου.

Ο πέμπτος, ο Στάθης, γιός κυνηγημένου αριστερού μεροκαματιάρη που έμενε σε υπόγειο, μισό μέτρο κάτω από το επίπεδο του μεγάλου δρόμου.

Συναντιούνται στο γυμνάσιο μετά την μεταπολίτευση. Τότε που το σκοτάδι μύριζε και η μνήμη είχε χρώμα κόκκινο ανεξίτηλο. Το χρώμα του αίματος, των γραμμάτων στα πανό και των δυο εργαλείων που ζευγάρωναν δίπλα τους.

 Εφηβική παρέα, σωστή καμόρα. Χούφτωμα των κοριτσιών,  κοροϊδία του κόσμου ,  δυνατά ρεψίματα και  φασαρία. Άλλοτε καμώνονται  τους κουτσούς και τους ανήμπορους, σίγουροι πως αυτά , όπως και τα υπόλοιπα βάσανα της ζωής είναι τόσο μακριά από αυτούς, όσο το φεγγάρι από τη γη. Όμως μαζί με αυτά, κάπου  σε μια γωνιά λουφάζει  η σιωπή που ξαφνικά πετάγεται ανάμεσα τους και κυριαρχεί. [65]         [2]

 Τι όμορφη περιγραφή της εφηβείας! Του πόνου της πάλης του πουλιού να βγει από το αυγό!   

Σε αυτό το μεταπολιτευτικό σκηνικό της Θεσσαλονίκης γύρω στα ΄78, γίνονται τα γυμνάσια μικτά και έρχεται στην τάξη το μήλο της Έριδος. Η ωραία Ελένη του δικού τους Τρωικού πολέμου. Την ερωτεύονται όλοι. Καθένας με τον τρόπο του. Το μήλο για μια στιγμή, αργότερα στα χρόνια τα φοιτητικά , πάει να σταθεί στα χέρια του σταθερά ερωτευμένου Χρήστου, του υπομονετικού και επίμονου, όμως στο τέλος γλιστράει  για να ακολουθήσει την πορεία προς τη δικιά του Τροία, που δεν είναι άλλη από τη Λέσβο.

Τότε πέφτει στα χέρια του συγγραφέα, δώρα από έναν λίγο μεγαλύτερο και ξεβγαλμένο συμμαθητή, το πρώτο του βιβλίο. Ο Ντέμιαν του Έσσε. Που θα γίνει το ευαγγέλιο , ο οδηγός και το πρότυπο στις πρώτες φιλοσοφικές ανησυχίες, τα αιώνια ερωτήματα για τον Θεό, το σύμπαν, τις συγχορδίες της μουσικής, [99-101]     [3]

Με τον Ντέμιαν, άρχισε η επαφή κάποιων από την παρέα με τα βιβλιοπωλεία. Στα βιβλιοπωλεία που τότε είχαν τα ίδια βιβλία στις προθήκες τους για μήνες και χρόνια, ψάχνουν να χορτάσουν την αναγνωστική τους βουλιμία, την πιο βασική παρενέργεια της πείνας. Καθένας για τον δικό του λόγο. Ο Νικηφόρος- γέρος- για να αντλήσει επιχειρήματα απέναντι στον αντιδραστικό πατέρα του. Ο Χρήστος για να ξεχνάει τον έρωτα του  για την Ελένη. Ο Νίκος για να παίρνει κουράγιο και να διασχίζει την μεγάλη έρημο. Την ίδια εποχή ο Στάθης ασχολείται με πολεμικές τέχνες και ο Δημήτρης αποκρυπτογραφεί τα μυστικά της σάρκας.  .

Η οποία σάρκα είναι κι αυτή εκεί, παρούσα και συνυπάρχουσα με τις υπόλοιπες υπαρξιακές ανησυχίες.  Στην πολυπόθητη πενθήμερη εκδρομή στη Ρόδο, θα ανθίσει κι αυτή, όταν η ερωτευμένη συμμαθήτρια θα λύσει την κοτσίδα της για χάρη του στο δωμάτιο του ξενοδοχείου.

Μετά, το σχολείο τελείωσε, ήρθαν οι  εισαγωγικές εξετάσεις, βγήκαν και τα αποτελέσματα, η παρέα τα έμαθε από τον Δημήτρη ένα απόγευμα ή μάλλον μια νύχτα, που είχαν κατασκηνώσει στη Χαλκιδική.  [112-113]  {4}

Τους έφερε την εφημερίδα που ανάγγειλε τα νέα της ζωής τους από κει και πέρα. Της ενήλικης ζωής, αυτής που τόσο ανυπόμονα καρτερούσαν να έρθει.

Που ήρθε. Και τι έφερε τελικά;

Μεταφορά στο σήμερα της κρίσης. Μια γρήγορη αναδρομή των τριών δεκαετιών που μεσολάβησαν.

Τρεις δεκαετίες σταδιακής ευμάρειας, με επιστημονικές και επαγγελματικές επιτυχίες για κάποιους, με το συνεχές κυνήγι του μεροκάματου ή νυχτοκάματου για κάποιους άλλους. Διορισμοί,  μεροκάματα, γάμοι, γεννήσεις, χτισίματα σπιτιών στα μέτρα των φιλοδοξιών τους, διαζύγια, διατροφές, απογοητεύσεις, συμβιβασμοί, θάνατοι, ενοχές, μικρά και μεγάλα δράματα.

Κάπου εκεί, μέσα σε αυτά τα τριάντα χρόνια τα γεμάτα πικρό χιούμορ,  εμφανίζονται και οι γυναίκες του βιβλίου. Γιατί ναι, στο βιβλίο υπάρχουν και γυναίκες.

Η Βίκυ του Στάθη, που εργάζεται μεροκάματο κουμπί- κουμπότρυπα και εκπέμπει ερωτισμό και ιδρωμένη υπομονή.

 Η Ντόρα του Δημήτρη, κόρη νεόπλουτου εργοστασιάρχη, κάτοχος  μονοκατοικίας  με αγάλματα και τζάκι από όνυχα στο Πανόραμα. 

Η γλυκιά και ήρεμη Μαργαρίτα του Νίκου, με το πατρικό σπίτι στην Καλαμαριά και το επίσης πατρικό εξοχικό στη Χαλκιδική.

Η μυστηριώδης και απόμακρη χορτοφάγος  Γλυκερία του Νικηφόρου, με τις εναλλακτικές θεραπείες  και τις μεταφυσικές ανησυχίες.

Η Αντιγόνη του Χρήστου, εργασιομανής γιατρός και θηριωδώς ματαιόδοξη.

Οι γάμοι τους, τα παιδιά, οι οικογένειες με τα μικρά και μεγάλα βάσανα και η μανία των συζύγων να συνεχίζουν να ζουν με τους φίλους τους όπως τότε που ήταν παιδιά.

Προσαρμόζονται για λίγο  και μετά τραβιέται κάθε μια στη φωλιά της. Και την καθημερινότητα της, στο  σκηνικό υστερικών δελτίων ειδήσεων, βραζιλιάνικων σήριαλ, πρωϊνών συνεντεύξεων και ζώδιων . Αλλά και των προσωπικών και οικογενειακών δραμάτων.  Θανάτων, ενοχών, απογοητεύσεων, διαζυγίων, αδιεξόδων για όλους. Άντρες και γυναίκες.

Πέντε  διαδρομές που οδήγησαν στην απελπισμένη απόφαση της φυγής. Της απόδρασης από την πνιγηρή πραγματικότητα. Την πραγματικότητα που τους έκλεψε τα νιάτα , τα όνειρα, που  φόρτωσε πενήντα χρόνια σε κάθε μια από τις πλάτες.

Τον τελευταίο χρόνο πριν τη φυγή, οι εταίροι συναντιούνται ανελλιπώς κάθε Παρασκευή.

Κάπου εκεί πάλι, στον παλιό δρόμο. Που τώρα τα μαγαζιά χρεοκοπούν το ένα μετά το άλλο και το σκηνικό έχει αλλάξει  [251]    {5}

  Οι φίλοι αποφασίζουν τη δική τους φυγή. Και σχεδιάζουν την δική τους εκστρατεία.

 Για πού; Για τα παλιά. Για εκεί όπου όλα άρχισαν . Να πάνε πίσω στην αρχή να δούνε γιατί τα κάνανε έτσι σκατά.

Ποια είναι αυτή η αρχή; Ποια η δική τους Τροία που θα πολιορκήσουν;  Ποιαν Ελένη θα πάρουν πίσω;.

Ο καθένας θα ψάξει να βρει τη δική του Ελένη, αυτή που είχε ονειρευτεί, αυτήν που είχε ποθήσει.

Για τον Χρήστο, έχει σάρκα και οστά. Βρίσκεται στη Λέσβο, στο κάστρο που την έκλεισε ο δικός της Πάρις, που ακούει στο όνομα Χατζέλης , και είναι επιχειρηματίας της νύχτας με μαγαζιά και τα τοιαύτα που ξεπλένουν μαύρο χρήμα.

 

 Ο Νίκος, ψάχνει ίσως να βρει ξανά τον Ντέμιαν κάπου στο πέλαγος, να είναι ψαράς ή παγωμένος Σομαλός που περνάει κρυφά πάνω σε δουλεμπορικό τα σύνορα.

Για τους υπόλοιπους, τα πράγματα δεν είναι τόσο σαφή.

Ίσως είναι μόνο η δίψα για την αναζήτηση της νεότητας. Ή  απόδραση από τη ζωή. Ή μήπως από το θάνατο.

Στην ουσία όλοι καίγονται να ρίξουν μια τελευταία ζαριά, λίγο πριν όλα ξοφλήσουν.

Αλήθεια πώς λέγεται αυτό; Μήπως έχει καμιά σχέση με την κρίση της μέσης ηλικίας;

Μπα, δεν νομίζω!

Παίρνουν λοιπόν την απόφαση τον Απρίλη, τον μήνα που αναγεννιέται η φύση , την επικυρώνουν με κρασί,  και ξεκινούν.

Το δικό τους σκάφος, το ιστιοπλοϊκό του Δημήτρη,  όπου επιβιβάζονται οι πέντε επίδοξοι πολιορκητές, έχει κι αυτό Ομηρικό όνομα. Λέγεται Θερσίτης. Που όπως μαθαίνουμε στη σχετική παραπομπή, είναι πρόσωπο της Ιλιάδας. Αλλήθωρος κουτσός και καμπούρης, ο χειρότερος των Αχαιών.

 Πάνω σε αυτό ξεκινάει το ταξίδι των πέντε σχεδόν πενηντάρηδων φίλων προς τα πίσω.

Πίσω ολοταχώς για τη χαμένη τους νιότη. Τη χαμένη τους αθωότητα. Τη χαμένη τους ανεμελιά.

Ίσως την κάθαρση από τα μικρά και τα ανομολόγητα μεγάλα κρίματα και ενοχές  που κουβαλάει καθένας τους όλα αυτά τα χρόνια.

Γιατί υπάρχουν κι αυτά Που αποκαλύπτονται σταδιακά μέσα στο βιβλίο και που εγώ δεν πρόκειται να σας αποκαλύψω.

Όπως δεν πρόκειται να αποκαλύψω και το τέλος του ταξιδιού.

Ένα μόνο θα σας πω.  Οι εκπλήξεις και οι αποκαλύψεις συνοδεύουν τον αναγνώστη από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα.

Αν ο αναγνώστης είναι άντρας, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρει τον εαυτό του κάπου μέσα στις σελίδες του βιβλίου.

Αν είναι γυναίκα σαν κι εμένα, θα της αποκαλυφθεί ένας ας πούμε, άγνωστος κόσμος. Αυτός της αντρικής φιλίας. Της φιλίας με τα λίγα λόγια, τα πολλά ποτήρια, τα μπουκάλια, της συμπαράστασης που εκφράζεται με ένα ομαδικό ξύρισμα στα κεφάλια.

Τόσο διαφορετικής  αλήθεια από την γυναικεία. Με την άπειρη κουβέντα, το νυστέρι στη ψυχή και τη λεπτομέρεια, τα ψυχολογικά ανοίγματα, τις εκδηλωτικές αγκαλιές τα δάκρια.

Κι όμως, τόσο όμοιας συγχρόνως.

Γιατί τελικά το βιβλίο αυτό, μπορεί να είναι αντρικό, είναι όμως τόσο τρυφερό. Η περιγραφή της αρσενικής απελπισίας, η ακόρεστη δίψα του αρσενικού για κατάκτηση,  η συνενοχή και η πίστη στην φιλία, δίνονται με έναν τρόπο που θα μπορούσα να τολμήσω να χαρακτηρίσω – χωρίς παρεξήγηση-γυναικείο. Με την έννοια πως μας έχουν γαλουχήσει με το πρότυπο πως η ευαισθησία και η τρυφερότητα είναι γυναικεία προσόντα.

Εγώ προσωπικά τέτοια στερεότυπα δεν τα πιστεύω.

Και χάρηκα που – σε αντίθεση με άλλα βιβλία που διάβασα γραμμένα από άντρες με παρόμοιο θέμα- το συγκεκριμένο ενισχύει την άποψη μου.

Η τρυφεράδα και η ευαισθησία είναι τελικά θέμα ανθρώπου.

Όχι φύλου [το υ με ύψιλον].

Κάπου εδώ λέω να σταματήσω. Γιατί και η παρουσίαση ενός βιβλίου, ένα κόκκαλο πρέπει να ρίξει. Το πιάτο, έρχεται.

Να το απολαύσει καθένας με τον τρόπο του, με τις ανάγκες του με ότι έχει μέσα στη ψυχή του.

Καλή όρεξη λοιπόν, αφού πρώτα ακούσουμε τον συγγραφέα , που πραγματικά  είναι ευτύχημα που τον έχουμε κοντά μας.

Ανεμώλια

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ