Το βιβλίο «Οι Κεραίες του Σαλιγκαριού» (Εκδ. Διώνη, 2014) είναι το τέταρτο βιβλίο της Λιάνας Βραχλιώτη, μετά τις «Μπλε ποδιές άσπρες κορδέλες» (2003), το «Εγώ δε θα κλάψω» (2006), και τις «Ιστορίες γένους θηλυκού» (2008). Όλα γένους θηλυκού. Όλα με λόγο διακριτικό και δυνατό ταυτόχρονα, όπως και οι ηρωίδες της.
Στο βιβλίο «Οι κεραίες του σαλιγκαριού» ηρωίδα είναι η Παναγιώτα Ξένου. Η Παναγιώτα μεγαλώνει σε ορφανοτροφείο περνώντας δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια, , ενώ στην ηλικία των 5 χρόνων ένα ατύχημα σημαδεύει την μετέπειτα πορεία της. Μεγαλώνει μέσα στην απόρριψη και την αδιαφορία και στα μαθήματα δεν τα καταφέρνει καλύτερα. Όταν ενηλικιώνεται και φτάνει η στιγμή να αποχωρίσει από το Ορφανοτροφείο μεταπηδά σε ένα Γηροκομείο, σε ένα άλλο ίδρυμα. Οι μεγάλοι χώροι είναι οι μόνοι στους οποίους μπορεί να αισθανθεί οικεία. Συνοδεύει ηλικιωμένους στο νοσοκομείο φροντίζοντάς τους, και εκεί είναι που θα συναντήσει τον κύριο Μάρκελλο, ο οποίος μέλει να της αλλάξει τη ζωή. Από δω το σαλιγκαράκι μας ξεκινάει να διαβαίνει νέα μονοπάτια πρωτόγνωρα και συναρπαστικά….
Ο λόγο ζεστός, άμεσος, ευαίσθητος. Γραφή οικεία, σε πρώτο πρόσωπο, σα να διαβάζει κανείς το ημερολόγιο ενός φίλου ή ακόμα καλύτερα σαν να τον έχει μπροστά του και να τον ακούει.
Η γυναικεία αίσθηση στην ιστορία μας είναι διάχυτη χωρίς όμως να την κάνει αποκλειστικά γυναικεία υπόθεση, γιατί ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί λιγότερο ή περισσότερο μ’ αυτό το σαλιγκαράκι. Όλοι έχουν την τάση να κλείνονται στο καβούκι τους…. όταν όμως περάσει η μπόρα σιγά-σιγά βγαίνουν οι κεραίες στο φως της καινούριας μέρας και καλούνται να πάρουν το ρίσκο που λέγεται ζωή….
Το σαλιγκαρακι μας, λοιπόν, ρισκάρει και δρα κόντρα στον ατομικισμό, την εσωστρέφεια και την μοναξιά που μας έχουν επιβληθεί ως μονόδρομος ή ως τρόπος επιβίωσης. Επιλέγει έναν άλλο δρόμο, που ίσως αρχικά προκύπτει σαν ανάγκη για την ίδια την ηρωίδα μας, προκειμένου να επιβιώσει. Ο πόνος που βιώνει ως παιδί την στοιχειώνει. Ακούει τον μοναδικό άνθρωπο που τη νοιάζεται να της μιλάει: «μην σκέφτεσαι τον πόνο. Να τώρα θα πάψεις να πονάς. Κλείσε τα μάτια… θα πάμε μέσα σε ένα μαγικό δάσος, όπου δεν θα πονάμε, έλα κλείσε τα μάτια, προσπάθησε, να το δάσος….». δυστυχώς όμως δεν ζει σε παραμύθι. Αυτά που έχει στερηθεί και ο ιδρυματισμός τον οποίο δεν μπορεί να ξεπεράσει, την κάνουν να επιλέγει έναν τρόπο ζωής βασισμένο στην προσφορά.
Το σαλιγκαράκι που κρύβει μέσα της η ηρωίδα μας έχει κλείσει ερμητικά στο καβούκι του τα δικά του προβλήματα. Όταν όμως θα βγάλει τις κεραίες του και θα ατενίσει τον κόσμο, θα θέσει στον εαυτό του το εξής ερώτημα: «Αλήθεια, μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα στη ζωή; Και αν ναι, πόσα και ποια;». Για να δώσει την απάντηση «ναι όλα ή όχι τίποτα!»
Θα προσπαθήσει να ανακτήσει τον χαμένο χρόνο. Συνειδητοποιεί ότι όσο περισσότερο προσφέρει, τόσο πιο κερδισμένη βγαίνει ψυχικά, πνευματικά, συναισθηματικά αλλά και υλικά αφού δεν αφήνει να πάνε χαμένες οι ευκαιρίες που της προσφέρει η ζωή. Αγωνίζεται … και ανταποδίδει. Αυτό σκέφτεται και συνεχίζει μέχρι να καταφέρει να αποδράσει μέσα από το καβούκι της.
Η λύπη, η χαρά, η προσμονή και η αγωνία, η απογοήτευση και ο πόνος, η ικανοποίηση και η συμπόνια είναι μερικά από τα συναισθήματα που εναλλάσσονται στην ηρωίδα και τη συνοδεύουν στις περιπέτειές της. Εκτός όμως από αυτή τη «συναισθηματική φουρτούνα», η ηρωίδα μας, όπως και τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας ή ίσως καλύτερα μέσω αυτών, διαλέγεται και με κοινωνικά, πολιτικά και ηθικά ζητήματα (ομοφοβία, κοινωνικά ταμπού, κοινωνικός αποκλεισμός πολιτικός ακτιβισμός, τρίτη ηλικία κλπ). Αναφέρει: «… Γιατί για την κοινωνία μας τελείωσε η εποχή της αθωότητας. Και όσα καλά είχε αυτή μαζί της. –Σαν τι δηλαδή; -Την επαφή με τη φύση, την εναρμόνιση με αυτή…. Μαζεύουμε όσα μας χρειάζονται για να ζήσουμε και δεν σκεφτόμαστε πιο μακριά από την επόμενη μέρα. Το μπλέξιμο ανάμεσα στις βασικές ανάγκες και τα αμέτρητα θέλω. Την ειλικρινή και προπάντων έμπιστη κουβέντα….»
Επιπλέον οι παράλληλες ιστορίες και οι αφηγήσεις των υπόλοιπων προσώπων εξάπτουν τη φαντασία μας για χρόνους περασμένους και μας πάνε βόλτα στο χώρο και στο χρόνο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μας ταξιδεύουν στην ιστορία της Ελλάδας των τελευταίων δεκαετιών. Παρακολουθούμε ήθη, νοοτροπίες και γεγονότα που μπορεί ορισμένοι να γνωρίζουν βιωματικά, αλλά και άλλοι, ίσως οι νεότεροι, τα γνωρίζουν μέσα από αφηγήσεις γονιών και παππούδων…. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα:
«Οι γεύσεις ξεκλείδωσαν αναμνήσεις. Οι μυρωδιές και οι γεύσεις ανέδυσαν θύμισες από τα τρίσβαθα μπαούλα της μνήμης. Οι αναμνήσεις την επιθυμία αφήγησης. Μάγειροι και δοκιμαστές άρχισαν να διηγούνται ιστορίες. Γιαγιάδες των γιαγιάδων σε πλακόστρωτες κουζίνες με μαρμάρινους νεροχύτες. Μαμάδες των παππούδων που τους κυνηγούσαν με το κουτάλι στο χέρι στις αλάνες. Πείνα κατοχική. Μπομπότα και αγριόχορτα με σάλτσα, ρεβυθοκεφτέδες και μεταπολεμικό τυρί κίτρινο… Γάμοι με γαμοπίλαφα, γεννητούρια με μπεζέδες και παντεσπάνια, γιορτές με κρασιά και ούζα… Αναχωρήσεις για την ξενιτιά με το σόι μαζεμένο γύρω από άγευστα τραπέζια. Μνήμες από στρατιωτικά συσσίτια με χυλωμένες φασολάδες και Αργεντίνικα προπολεμικά κρέατα. Φυλαγμένες προσωπικές στιγμές….. και πιο πρόσφατες αναμνήσεις από παιδιά και εγγόνια που μυήθηκαν σε γεύσεις που έρχονται από τα βάθη των αιώνων κάθε οικογενειακής παράδοσης. »
Κλείνοντας και παραμένοντας στο ίδιο κλίμα με το παραπάνω απόσπασμα, το πιο σημαντικό που ίσως έχω να πω για τις κεραίες του σαλιγκαριού είναι ότι αυτή η ιστορία στο τέλος σου αφήνει μια γλυκιά γεύση. Μία γεύση σαν αυτή της σπιτικής λεμονάδας που την πίνεις κατά μεσις του καλοκαιριού και είναι τόσο δροσερή και γλυκιά γιατί έχει φτιαχτεί με γενναίες δόσεις αισιοδοξίας και αγάπης. Και η Λιάνα Βραχλιώτη μας θυμίζει πόσο σημαντικό και συνάμα λυτρωτικό είναι αυτά τα συναισθήματα να τα εκφράζουμε στους ανθρώπους γύρω μας και να τα μοιραζόμαστε.