Μικρό Πάπιγκο. Η ψευδαίσθηση της στασιμότητας του χρόνου.

Μικρό Πάπιγκο.

Η ψευδαίσθηση της στασιμότητας του χρόνου.

Περιοδικό το Καταφύγιο, τεύχος 01, 2008. 

Επιστροφή στα Ζαγόρια 16 χρόνια μετά την τελευταία φορά. Χωρίς παιδιά, τα παιδιά έχουν φύγει εδώ και χρόνια ακολουθώντας την αναπόφευκτη πορεία τους προς την ανεξαρτησία.

Με κάποιους φίλους που την έχουμε ξανακάνει πολλές φορές στο παρελθόν και κάποιους που για πρώτη φορά μυούνται στα μυστήρια του τόπου. Με πολύ λιγότερα κουράγια  και διαφορετικούς στόχους από εκείνες τις παλιές εξορμήσεις. Τότε που αγνοώντας τους κινδύνους, με την απερισκεψία που ευτυχώς έχουν τα νιάτα, ζαλωνόμαστε τα μικρά στην πλάτη και ξεκινούσαμε με τον πιο στοιχειώδη εξοπλισμό -κάτι φτηνιάρικα σπορτέξ που μαρτυρούσαν τη νησιώτικη καταγωγή μας και τη σχέση μας με το βουνό- βάζαμε στόχο, πότε τη δρακολίμνη, πότε την κορυφή της Γκαμήλας, πότε τις πηγές του Βοϊδομάτη, πότε τη διάβαση του φαραγγιού του Βίκου.

Με μια νοσταλγία που τρομάζει, καθώς πολλές φορές η επιστροφή στα μέρη που αγάπησα είναι απογοητευτική. Γιατί παντού  τα πάντα, ακολουθώντας τη μοιραία πορεία του χρόνου, είναι αλλαγμένα. Άλλοι άνθρωποι, άλλα κτίρια, πλατείες τίγκα στο τραπεζοκάθισμα, σόμπες υγραερίου που κυριολεκτικά γυρίζουν το έξω  σε μέσα, και ένας συνεχώς αυξανόμενος πληθυσμός αυτοκινήτων με τα τζιπ να παίρνουν ολοένα τη θέση των επώνυμων κουρσών της ελληνικής επικράτειας.

Κάτι τέτοια με έκαναν να αποζητώ καινούργιους προορισμούς στα ταξίδια, προστατεύοντας τον εαυτό μου από συγκρίσεις με άλλα χρόνια και καταστάσεις. Γι’ αυτό και κάπως κουμπωμένη ακολούθησα την παρέα για τα μέρη που με είχαν μαγέψει κάποτε.

Κι έγινε το θαύμα! Ναι, τελικά οι φυσικοί δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Και οι μαθηματικοί επίσης. Οι φιλόσοφοι δε, αυτοί κι αν είναι για τα μπάζα. Μα και οι ποιητές και οι λογοτέχνες και όλοι αυτοί που ο καθένας με τον τρόπο του προσπαθούν να ορίσουν, να μετρήσουν, να ερμηνεύσουν, να περιγράψουν ή να ξορκίσουν το ατέρμονο ταξίδι του χρόνου προς τα μπρος ή προς τα πίσω, ασήμαντο αφού ούτε αρχή ούτε τέλος το περιμένει.

Ένα  κομμάτι γης, που δεν καταλαβαίνει από τέτοιου είδους φυσικούς όρους. Όπου απλά, ο χρόνος μπορεί και περιμένει. Ίσως και να μένει στάσιμος. Λες κι όλα σταμάτησαν στην τελευταία επίσκεψη μας εκεί. Όχι, λάθος, δεν σταμάτησαν. Απλώς συνέχισαν να υπάρχουν, ανεπηρέαστα από το χρόνο που φεύγει [;].

Όχι εγκατάλειψη, σε καμιά περίπτωση. Το χωριό είναι ζωντανό χωρίς  αμφιβολία. Το μαρτυρούν οι λουλουδιασμένοι κήποι, τα μικρά όσο το επιτρέπει ο τόπος μποστάνια, τα πεντακάθαρα δρομάκια, μα ποιος μαζεύει τα φύλλα , οι καμινάδες που καπνίζουν, τα βελάσματα και τα κουδουνίσματα των ζώων στα μαντριά.

Τους ανθρώπους του τόπου, τους αφουγκράζεσαι, αφού εμείς τουλάχιστον δε συναντήσαμε πολλούς στο δρόμο.

Πάνω από το χωριό οι Πύργοι του Πάπιγκου, οι πανέμορφες βραχώδεις κορυφές με την πιο χαλαρωτική αγριάδα, να στέκουν πάντα εκεί, προστατευτικά απέναντι στα πετρόχτιστα- πετροστεγασμένα σπίτια, τα πέτρινα καλντερίμια, τις πέτρινες μάντρες, τον τόπο όπου και ο χρόνος έχει πετρώσει. Σκληρή και αγέρωχη πέτρα, στην αιώνια πάλη της με το νερό. Διάφανο, κρυστάλλινο, παγωμένο, πεντακάθαρο –το πιο καθαρό της Ευρώπης- και αεικίνητο, το νερό του Βοϊδομάτη αναβλύζει μέσα από το φαράγγι του Βίκου και με την πανάλαφρη σαν χάδι ενέργεια του, παλεύει με τη σκληράδα της πέτρας. Ο δαβίδ με το Γολιάθ, ο φαινομενικά ανίσχυρος μα επίμονος που καταφέρνει σιγά και μαλακά να δαμάσει το γίγαντα. Να δώσει καμπυλόγραμμα σχήματα στην άγρια υφή, να λειάνει τη σκληρή επιφάνεια, να δημιουργήσει κοιλώματα και σπηλιές, αυτός ο δημιουργός ανά τους αιώνες με το γεωλογικό ορισμό της λέξης, του πανέμορφου φαραγγιού, που όσες φορές κι αν το αντικρίσεις, πάντα παθαίνεις την ίδια ζημιά. Σου κόβεται η ανάσα. Και μετά, λες και το οξυγόνο δεν επαρκεί στον εγκέφαλο για να αντιληφτεί αυτή την ομορφιά, πρέπει να πάρεις δυο και τρεις βαθιές εισπνοές, για να μπορέσεις να συλλάβεις και να νιώσεις αυτό που βλέπεις.

Να στέκεσαι ακίνητος δίπλα στο ποτάμι και να νιώθεις την ενέργεια του να μεταγγίζεται στις μισοάδειες από τη ζωή της πόλης μπαταρίες σου. Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον, να συνειδητοποιείς τη μικρότητα σου. Πως δεν είσαι τίποτε άλλο από έναν κόκκο άμμου σε μια ατέλειωτη παραλία. Να ξαναβρίσκεις δηλαδή τις φυσικές σου δαιστάσεις. Να ξυπνούν μέσα σου αρχέγονες μνήμες. Ξαφνικά να νιώθεις ότι ποτέ δεν μπόρεσες να καταλάβεις σε τόσες ώρες βιολογίας στο σχολείο , ίσως και σε κάποιο πανεπιστήμιο. Ότι δηλαδή, εκεί ανήκεις. Ξαφνικά να αντιλαμβάνεσαι πόσο παλιός είσαι. Να νιώθεις την ηλικία των ουσιών του σώματος σου. Τους ατελείωτους κύκλους τους μέσα στα δισεκατομμύρια χρόνων ύπαρξης του σύμπαντος από το ένα στο άλλο, άψυχο και έμψυχο, μέχρι να φτάσουν τελικά στο δικό σου σώμα. Τυχαία; Όχι τυχαία; Κοιτάς τους Πύργους του Πάπιγγου μήπως αυτοί επιτέλους σου δώσουν την απάντηση. Τους βλέπεις να κουνούν προς τα πάνω τις δυο πλαϊνές κορυφές τους. Σαν τους ώμους ενός γίγαντα που  θέλει να πει «και ποιoς είμαι εγώ για να ξέρω» , ή ίσως θέλει να πει «και ποιoς είσαι εσύ που θα σου μαρτυρήσω αυτό το μυστικό;».

Μετά, σου στέλνει ένα σύννεφο ομίχλης και εσύ κατεβάζεις τα μάτια σου. Σουρουπώνει και γυρνάς στο χωριό. Περπατάς στην καθαρή γαλήνη του. Μυρίζεις την κοπριά των ζώων από το κοντινό μαντρί και διαπιστώνεις το ότι είναι άλλος ένας μύθος το ότι είναι αποκρουστική. Χαιρετάς τον κύριο που ξεπλένει με το λάστιχο τις λάσπες από τις γαλότσες του στην αυλή του, σε χαιρετάει κι αυτός. Ακούς τους τελευταίους ήχους των πουλιών πριν κουρνιάσουν. Χαζεύεις μια μαύρη με κίτρινες βούλες σαύρα.

Νιώθεις το κρύο της νύχτας να ’ρχεται και αποζητάς τη θαλπωρή του Δία. Του ίδιου ξενώνα που σε φιλοξενεί σταθερά σε όλες σου τις επισκέψεις. Ο  Τάσος και ο Κώστας, είναι και πάλι εκεί. Λες και όλα αυτά τα χρόνια έμειναν κι αυτοί στη θέση τους για να περιμένουν εσένα. Γιατί, η μοναδική αίσθηση ότι είσαι ο πρώτος και ο μοναδικός που τους ανακάλυψες, είναι και πάλι  παρούσα. Τα άσπρα τους μαλλιά, ταράζει για λίγο τη σιγουριά της στασιμότητας του χρόνου. Και η σκέψη πως τότε ούτε εσύ έβαφες τα δικά σου, διώχνεται μαζί της γρήγορα να μη χαλάσει τη μαγεία.

Εξ άλλου, ήρθε η ώρα της γεύσης. Γυρνάς τη μπουκιά πολλές φορές στο στόμα, να απολαύσεις την άλλη γεύση. Αυτή της αληθινής τροφής που έγινε χωρίς να βιάζεται και χωρίς να βιάζει τη φύση. Διώχνεις για άλλη μια φορά τη σκέψη των μικρών μοσχαριών που θήλαζαν αμέριμνα τη μάνα τους το πρωί μέσα στα καταπράσινα λιβάδια, και τρως αργά τη μπριζόλα σου. Όπως αργά τα κάνεις όλα από την ώρα που ήρθες. Γιατί επανήλθες στους φυσικούς ανθρώπινους ρυθμούς σου. Τι καλά που δεν έχουμε καμιά άλλη επιλογή! Ούτε μπαράκια, ούτε ιστορίες. Εδώ , το κρασάκι μας, το τζάκι μας η κουβεντούλα μας και νωρίς στα κρεβάτια μας. Να σηκωθούμε το άλλο πρωί και  να ζήσουμε άλλη μια τέτοια εμπειρία.

Όντως, ξυπνήσαμε νωρίς και είπαμε να κάνουμε μια περιήγηση στα υπόλοιπα χωριά.

Ο χρόνος ξανάρχισε να κινείται, αργά είναι η αλήθεια, στο Μεγάλο Πάπιγκο. Τα πολλά σηματάκια του ΕΟΤ κολλημένα στις ξύλινες εξώπορτες είναι τα μόνα που μαρτυρούν πως εδώ έρχονται κι άλλοι εκτός από σένα. Μόνο αυτό όμως, τίποτε άλλο.

Η συνέχιση της περιήγησης άρχισε να κινητοποιεί ξανά το χρόνο, με αποκορύφωση το Μονοδέντρι. Το πρώτο χωριό που ανακαλύφτηκε και δυστυχώς δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τους κανόνες της αγοράς και του κέρδους. Μας έδιωξε γρήγορα, αφού φυσικά απολαύσαμε άλλη μια φορά την αλευρόπιτα, σε πλαστικομεταλλικές καρέκλες και τραπέζια μεξικάνικα σε μια πλατεία που τίποτα δε θύμιζε την παλιά. Λες να φταίει ο εκκλησιαστικός μαζικός τουρισμός, για το Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής; Μήπως οι ξένοι επενδυτές που μυρίστηκαν το λαβράκι της περιοχής; Ή μήπως είναι μοιραία τελικά η αλλοτρίωση των ανθρώπων με την αύξηση του κέρδους; Επειδή καμιά όρεξη για κοινωνιολογικές αναλύσεις δεν είχα σε αυτές τις διακοπές, απλώς έφυγα στα γρήγορα, αφού έτσι κι αλλιώς μπλε αλουμίνια και φωτεινές επιγραφές, μπορώ να βρω κι έξω από την πόρτα μου.

Τώρα, είμαι στη διαδικασία της προσαρμογής στους «κανονικούς» ρυθμούς της ζωής.

Ο χρόνος κυλάει ξανά κατά το γνωστό του τρόπο κι εγώ πρέπει να κλείνω. Γιατί, να την πάλι η αίσθηση  ότι πρέπει να βιαστώ, καθώς έχω τόσα να κάνω!

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ