Θέατρο του παραλόγου με συμμετοχή του κοινού: «Δημοκρατία έχουμε».
Κι όμως, ναι! Δημοκρατία έχουμε! Που σημαίνει πως ό,τι βιώνουμε, είναι επιλογή μας. Μας αρέσει ή όχι, εμείς είμαστε οι υπεύθυνοι, αφού τους εκλέγουμε. ‘Eνα θέατρο με δύο θιάσους που στην ουσία ανεβάζουν χρόνια παραλλαγές του ίδιου έργου. Διαπλοκή, μίζες, ρουσφέτια, η υπόθεση ίδια, οι ηθοποιοί διαφορετικοί.
Μέχρι την τελευταία παράσταση, όπου όλοι οι θίασοι ανέβηκαν επί σκηνής, ενωμένοι. Ως εκεί, καλά. Με τους ηθοποιούς δεν έχω πρόβλημα. Τη δουλειά τους κάνουν, το ψωμάκι τους βγάζουν, τις οικογενειακές παραδόσεις συνεχίζουν οι περισσότεροι, κατανοητό. Εκείνο που με μπερδεύει, είναι το κοινό.
‘Eνα κοινό που ουρλιάζει διαμαρτυρόμενο και χειροκροτεί ανεχόμενο. Που βρίζει και ζητωκραυγάζει ταυτόχρονα. Απειλεί πως θα πετάξει ντομάτες και στέκει με τα χέρια ανοιχτά να αρπάξει ό,τι του πετάξουν. Που κλαίει για τα χάλια του και εκλιπαρεί τους δήμιους να το σώσουν. Το ίδιο κοινό που ανέχτηκε επτά χρόνια τους άλλους σωτήρες, εκείνους του ’67, μίζερα και δουλοπρεπώς, χειροκροτώντας και στην καλύτερη περίπτωση σιωπώντας. Κάποτε στην ιδιαίτερη πατρίδα μου την Κέρκυρα, το κοινό του San Giacomo καθόριζε την πορεία των ευρωπαϊκών λυρικών θεαμάτων. Αν επικροτούσε συνεχιζόταν, αλλιώς η παράσταση κατέβαινε οριστικά και αμετάκλητα.
Ατυχής η σύγκριση. Τι σχέση έχει η όπερα με την επιθεώρηση της σύγχρονης ιστορίας!
Ειδικά από τότε που χάθηκε από το ρεπερτόριο της παγκόσμιας σκηνής ο θίασος του αντίπαλου δέους…
Τι να σου κάνει και το κοινό, όταν έχει να διαλέξει από μία και μόνο παράσταση! Στέκει αποχαυνωμένο, σφυρίζοντας και ζητωκραυγάζοντας και πώς να του επιρρίψεις ευθύνες.
Στην ερώτηση «ποιος φταίει;», ο νεαρός Βάρναλης είπε πως «κανείς ποτέ, κανένα στόμα δεν το “βρε και δεν το “πε ακόμα». Μετά, ανακάλυψε τον Μαρξ και πίστεψε κι αυτός πως βρήκε τον φταίχτη.
Ναι, είναι αυτό ένα βήμα, αλλά δεν φτάνει. Ειδικά μετά το ’90, τότε που σε μια νύχτα κατέρρευσε ο κατ” άλλους υπαρκτός, κατ” άλλους ανύπαρκτος.
Από τότε, κάποιοι της Αριστεράς ξέχασαν τον Μαρξ, ενώ κάποιοι άλλοι έμειναν κοκαλωμένοι, με το δάχτυλο τεντωμένο να δείχνει τον φταίχτη. Ούτε το ένα φτάνει ούτε το άλλο.
Το κοινό χρειάζεται μια νέα παράσταση. Κι αυτή δεν ανεβαίνει μόνο με αρνητική κριτική της υπάρχουσας. Θέλει κριτική και του δικού σου παλιού έργου, νέο σενάριο, υπόθεση, σκηνοθέτη.
Και ξανά τα θεμέλια από την αρχή, καθαρά και ξάστερα, με λόγια σταράτα και ειλικρινή.
‘Oσο αυτό δεν γίνεται, κινδυνεύω να δικαιολογήσω και το κοινό. Το οποίο αν και δεν έχει παρά τις αλυσίδες του, ανησυχεί μήπως τις χάσει κι αυτές.
Πώς να σπάσεις τις αλυσίδες ως κοινό, όταν ελπίδες για ριζική αλλαγή δεν διαφαίνονται πουθενά;
‘Eτσι, χαϊδεύεις την αλυσιδίτσα σου και γλείφεις τα χέρια που ελπίζεις να σου πετάξουν ένα ξεροκόμματο, γαβγίζοντας πού και πού. “Η πας στην άκρη σου και περιμένεις, μήπως γίνει κάποτε το θαύμα.
Και βρεθεί σκηνοθέτης για το καινούργιο έργο. Την καινούργια αρχή, που λέγαμε.
Στη οποία ο Μαρξ θα είναι παρών. ‘Oχι γιατί χρειαζόμαστε έναν θεό, αλλά γιατί δεν διαθέτουμε τίποτε άλλο, πιο σύγχρονο. Ο σοσιαλισμός του Μαρξ εξακολουθεί να είναι η μοναδική αντιπρόταση στη βαρβαρότητα του καπιταλισμού που ζούμε.
Ναι, αλλά ποιος σοσιαλισμός; Του ΠΑΣΟΚ; Του ΣΥΡΙζΑ; Ο υπαρκτός ή ανύπαρκτος; Τελικά πόσοι σοσιαλισμοί υπάρχουν; Μήπως όσοι και οι σοσιαλίζοντες;
Αν είναι έτσι, δικαιούμαι κι εγώ να ονειρεύομαι τον δικό μου. Αυτόν που δεν έχει σχέση με κανενός είδους δικτατορία και καταπίεση.
Που θα ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της ιδιοκτησίας, των ανούσιων «θέλω», των ηλίθιων εδαφικών διεκδικήσεων.
Που θα ζούμε για τη ζωή και τη χαρά της, ως μέλος της φύσης, με σεβασμό σε κάθε φυλή, φύλο, ιδιαιτερότητα, ζώο, φυτό, τον ίδιο τον πλανήτη και το σύμπαν.
Ο δικός μου σοσιαλισμός απέχει τόσο πολύ από κάτι «άλλους», που αναρωτιέμαι μερικές φορές, άραγε είναι στραβός ο γιαλός ή στραβά αρμενίζω;
Κι επειδή τελικά ο φίλος μου ο Γιώργος έχει δίκιο και όντως ο Μαρξ πέθανε νωρίς, θα πεθάνω κι εγώ, φοβάμαι, με την απορία.
Καθώς θα ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να μου απαντήσει, αν αυτά που έγιναν και γίνονται στο όνομα του σοσιαλισμού, έχουν καμιά σχέση με το όραμά του. Ι
‘Ισως πάλι, να είναι καλύτερα που πέθανε νωρίς ο άνθρωπος.
Γιατί, φαντάσου τον υπεραιωνόβιο ξεκούτη να ξύνει το κεφάλι του και να ψελλίζει όλο απορία: «Σοσιαλισμός;.. Ποιος σοσιαλισμός;…».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα των συντακτών το 2013